το Nor Tonight επέστρεψε με δικά σας άρθρα... όπως σας υποσχέθηκε!
Το άρθρο αυτό έρχεται από την Τσεχία και τον Αλέξανδρο Κατσαμάκη Η Ευτυχία Που Κρύβει Η Ζωή
Ελλάδα - Πρωτομαγιά 2011. Το Nissan Almera κυλάει στην επαρχιακή παραλιακή οδό, στριφογυρίζοντας ελαφρώς γύρω από σχηματισμένους κολπίσκους και πευκοδάση, που και που κρύβοντας τον ήλιο. Τα παράθυρα κατεβασμένα και τα χέρια μας ακουμπισμένα στις πόρτες να νιώθουν το δροσερό αεράκι, όπως και τα πρόσωπά μας, πλήρως χαλαρωμένα πίσω από τα γυαλιά μας, να απολαμβάνουν το τοπίο. Που και που, χαμηλώναμε το ραδιόφωνο για να ανταλλάξουμε κανα-δυο κουβέντες, να γελάσουμε τρανταχτά, και μετά να γυρίσουμε στον κόσμο μας και την παρατήρησή του. Προορισμός μας; Άγνωστο.
Κάπου στην Χαλκιδική βρισκόμαστε. Αφήσαμε το πρώτο πόδι, τα κλαμπάκια και τα μπιτσόμπαρα, την πολυκοσμία και το δήθεν, την Ελλάδα που αντιπαθούμε και αφεθήκαμε στο άγνωστο του δρόμου. Όσο απομακρυνόμαστε από την πόλη, τα τοπία γαληνεύουν, και η φύση αναδιπλώνεται ζωηρά μπροστά μας. Οι άνθρωποι γίνονται πιο φιλικοί και εγκάρδιοι και ο γύρος πιο νόστιμος. Για μένα το τοπίο είναι ελαφρώς πιο γνωστό, έχω πάει στις καβουρότρυπες, στην Σάρτη, στο Πλατανίτσι και στον Αρμενιστή, στα τελευταία καταφύγια της Ελλάδας που αγαπάμε, της αμόλυντης από τον ¨πολιτισμό¨ του τσιμέντου, τις θείτσες, τα κόμματα και τα κομματόσκυλα. Τα χρώματα ανάγονται σταδιακά σε πράσινες τιρκουάζ πισίνες νερού που σαν μαγεμένος χαζεύω με βλέμμα εκστασιασμένο. Ο Βαγγέλης, ξαφνιασμένος με τις εικόνες και την καλοκαιρία που επιφύλασσε η μέρα, απαλλαγμένος από τα καθήκοντα της οδήγησης, να απλώνει το βλέμμα του μακριά, όπως συνηθίζει να κάνει. Σε κάθε φιδογύρισμα οι στροφές αποκαλύπτουν παραλίες και χωριά, ταμπέλες με ονόματα άγνωστα, ευφάνταστα και πρωτάκουστα.
Ένα νεαρό αρσενικό με μαύρη τσάντα κάνει το σήμα του οτοστόπ - ενστικτωδώς κατεβάζω ταχύτητα και σταματάω – ο Βαγγέλης σαφώς αιφνιδιασμένος από το απροσδόκητο της μέρας. Το τυπάκι μπαίνει μέσα, καρέ μαλλί, μας ανακοινώνει τον προορισμό του - Πόρτο Κουφό. Ίσως να γέλασα, ίσως όχι – βασικά είμαι σίγουρος γέλασα - καθώς του αποκάλυψα πως δεν ξέρω που πηγαίνουμε, και αν έχει να μας προτείνει κανα μέρος. Συνεχίζουμε να οδεύουμε φυσικώς στον καινούριο μας προορισμό, που βρίσκεται στο τέρμα του ακρωτηρίου, στην μύτη της χερσονήσου του δεύτερου ποδιού, ένας μικρός οικισμός χωρίς πολλούς περαστικούς - μας ψήνει να τον πάμε. Η βενζίνη στο ένα εξήντα με τάσεις εκρηκτικά ανοδικές, όπως σχολίασε ο Βαγγέλης πρωτύτερα, και εγώ να πιάνω κουβέντα με τον νεανία.
Αυτός και η μάνα του, αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν σε αυτό το απομακρυσμένο ψαροχώρι όταν τους εγκατέλειψε ο πατέρας του, μετακομίζοντας από την Αθήνα. Του λέω πως στάθηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του. Χίλιες φορές καλύτερα μόνος σε μια καλύβα στη μέση του πουθενά, παρά στο μπουρδέλο του τσιμεντοκονιάματος. Συμφώνησε μαζί μου σιωπηρά, αποκαλύπτοντας κάποια λύπη με το κούνημα του κεφαλιού του.
Μετά από χιλιόμετρα στριφογυριστής ασφάλτου, πεύκου και πουρναριών, ακολουθώντας τις οδηγίες του πιτσιρικά καταλήγουμε επιτέλους στην παραλία, στο επίπεδο της θάλασσας. Βγαίνω από το αμάξι, και αφήνοντας τα κλειδιά στη μηχανή, κάνω μερικά βήματα στην άμμο, δεχόμενος την θαλασσινή αύρα, που με φυσάει κατά μέτωπο, περνώντας από το στενό άνοιγμα στην μέση του κόλπου, φέρνοντας την δροσιά και την αρμύρα του πελάγους στα χείλη και τα ρουθούνια μου. Ο Βαγγέλης με βρήκε να κάθομαι χωρίς παπούτσια στην άμμο, να δέχομαι τον αφρό που διαλύεται στον αέρα από τον παφλασμό των κυμάτων, και να χαζεύω τον περίεργο γεωλογικό σχηματισμό, την τοπογραφία τούτου του εξωτικού κόλπου, τα πεύκα που κατεβαίνουν στα βράχια ίσα με την θάλασσα, και τον Ήλιο, αυτόν τον Ανοιξιάτικο Ήλιο...
Το μόνο παρόμοιο που χα δει - η Παραλία – στην ομώνυμη ταινία, με πρωταγωνιστή τον Leonardo di Cambrio. Περπατάμε στα καταστρώματα καϊκιών και πλοιαρίων, έτσι για μια στιγμή να νιώσουμε καραβοκύρηδες - το όλο ταξίδι μας άνοιξε την όρεξη και καταλήγουμε κάτω απ τη σκιά μιας κληματαριάς, να τσιμπάμε χταποδάκι φιλέτο και να τσουγκράμε τα ουζοπότηρά μας, ανταλλάσοντας ευχές και ολοκληρώνοντας την οργιαστική έξοδό μας από την πόλη...
Ο δρόμος της επιστροφής αποδείχτηκε μακρύτερος καθώς συχνά σταματούσαμε για να χαζέψουμε κάποια παραλία - περνώντας αργά μέσα από τα χωριά, χτισμένα πάνω στην παραλιακή - από τη μια μεριά οι ταβέρνες, και από την άλλη τα τραπεζάκια δίπλα στα κύματα... Όσοι έχετε βρεθεί στην Ελλάδα καταλαβαίνετε τι εννοώ - οι υπόλοιποι μπορείτε να φαντασιώνεστε.
Ήπιαμε τον καφέ μας επίσης με θέα την θάλασσα και τις διαθλώμενες ακτίνες που έστελνε ο απογευματινός ήλιος καθώς βυθίζονταν πίσω από τον θαλασσινό ορίζοντα - θέτοντάς τον εν πυρά. Δεν μπορώ να ξεχάσω την καναπεδάρα μέσα στην οποία βυθίστηκα σε βαθύ λήθαργο, απορροφημένος από υπαρξιακές σκέψεις - ο Βαγγέλης δίπλα μου, ακριβώς στην ίδια Νιρβάνα, να παρατηρεί το τελικό στάδιο του ώριμου ηλιοβασιλέματος πίσω από τα μαύρα του γυαλιά. Κουβέντες ανταλλάχθηκαν. Μπορεί να μην θυμάμαι τις ακριβείς λέξεις, αλλά είμαι σίγουρος πως οι ιδέες που ζυμώθηκαν και ανταλλάχθηκαν τότε, αποτελούν ακόμα κομμάτι μου.
Κάθε φορά που βιώνεις μια τέτοια εμπειρία, που δημιουργεί συναισθήματα πρωτόγνωρα, κάποιο νέο, άγνωστο υπαρκτό κομμάτι του κοσμικού σύμπαντος, παίρνει μορφή – τότε συνειδητοποιείς πως υπάρχεις – μερικές φορές βγάζοντάς σε από τη μιζέρια σου, και την ανικανότητα σου να αντιληφθείς την ευτυχία που κρύβει η ζωή...
Υ.Γ. : Δεν ήταν Πρωτομαγιά. 25η Μαρτίου ήταν, το είδα στις ημερομηνίες από τις φωτογραφίες. Δεν έχει σημασία.